Μετατραυματικό στρες
Η διαταραχή μετά-τραυματικού στρες (PTSD) είναι η αγχώδης διαταραχή που μπορεί να αναπτυχθεί έπειτα από την έκθεση του ατόμου σε ένα τρομακτικό γεγονός ή μια δοκιμασία κατά την οποία συνέβει μια σοβαρή σωματική βλάβη ή/και απειλήθηκε να συμβεί. Τραυματικά γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν PTSD είναι συνήθως βίαιες προσωπικές επιθέσεις, φυσικές ή αφύσικες καταστροφές, ατυχήματα, ή πόλεμος.
Όποιος έχει περάσει από μια απειλητική για τη ζωή του εκδήλωση μπορεί να αναπτύξει PTSD συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών δυνάμεων που υπηρέτησαν στον πόλεμο,ή των σωστικών συνεργείων για τις καταστροφές, οι επιζώντες ατυχημάτων, βιασμού, σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης,ή/ και από άλλα εγκλήματα. Επίσης μετανάστες που προσπάθησαν να ξεφύγουν βίαια από τη χώρα τους, οι επιζώντες από σεισμούς, πλημμύρες, τυφώνες κ.λ.π., καθώς επίσης και εκείνοι που γίνονται μάρτυρες τραυματικών γεγονότων που συμβαίνουν ή συνέβησαν σε άλλους. Ακόμη τα μέλη της οικογένειας των θυμάτων μπορούν να αναπτύξουν την διαταραχή.
Η διαταραχή επηρεάζει περίπου 7,7 εκατομμύρια Αμερικανούς ενήλικες, αλλά μπορεί να συμβεί και σε οποιαδήποτε ηλικία, συμπεριλαμβανομένης και της παιδικής. Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν την διαταραχή από ότι οι άνδρες, και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι μπορεί να είναι κληρονομική ασθένεια.Πολύ συχνά συνοδεύεται από κατάθλιψη, κατάχρηση ουσιών, ή άλλες αγχώδεις διαταραχές. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, αυξάνει την πιθανότητα μιας επιτυχούς έκβασης της θεραπείας.
Μπορεί να γίνει διάγνωση όταν τα συμπτώματα του στρες διαρκούν μετά από την έκθεση για ένα τουλάχιστον μήνα. Αν η εμφάνιση των συμπτωμάτων γίνεται αμέσως μετά την έκθεση, η περίπτωση αυτή μπορεί να ονομασθεί οξεία διαταραχή άγχους.
Το μετατραυματικό στρες , γνωστό και ως διαταραχή της ακραίας πίεσης, συναντάται επίσης και μεταξύ ατόμων που έχουν εκτεθεί σε παρατεταμένες τραυματικές συνθήκες, ειδικά κατά την παιδική ηλικία, όπως η παιδική σεξουαλική κακοποίηση. Η έρευνα δείχνει ότι πολλές ορμονικές αλλαγές μπορεί να προκύψουν στον εγκέφαλο ως αποτέλεσμα της έκθεσης σε τραυματικές συνθήκες, και παρατεταμένο τραύμα, και αυτό συμβάλει σε προβλήματα στην εκμάθηση, τη μνήμη και τη ρύθμιση των συναισθημάτων. Σε συνδυασμό με μια αναστάτωση, ένα προσβλητικό περιβάλλον στο σπίτι, αυτές οι ορμονικές αλλαγές του εγκεφάλου μπορούν να συμβάλουν σε σοβαρές δυσκολίες της συμπεριφοράς, όπως διατροφικές διαταραχές, παρορμητικότητα, επιθετικότητα, ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά, κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών, και άλλες αυτοκαταστροφικές ενέργειες, καθώς και η συναισθηματική απορύθμιση (όπως έντονη οργή, κατάθλιψη, ή πανικός) και ψυχικές δυσκολίες (όπως διασκορπισμός σκέψεων, διάστασης, και αμνησίας).Ως ενήλικες, τα άτομα αυτά συχνά έχουν διαγνωστεί με καταθλιπτικές διαταραχές, διαταραχές προσωπικότητας, ή διασπαστικές διαταραχές. Η θεραπεία μπορεί να προχωρήσει με πολύ βραδύτερο ρυθμό, και απαιτεί ένα ευαίσθητο και δομημένο πρόγραμμα για να επιτευχθεί μια εις βάθος θεραπεία. Είναι πλέον γνωστό στις επιστημονικές κοινότητες, ότι η κλινική υπνοθεραπεία είναι μια από τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους αντιμετώπισης αυτής της διαταραχής. Αλλά επίσης σημαντική είναι και η προσφορά της γνωσιακής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας.
Όποιος έχει περάσει από μια απειλητική για τη ζωή του εκδήλωση μπορεί να αναπτύξει PTSD συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών δυνάμεων που υπηρέτησαν στον πόλεμο,ή των σωστικών συνεργείων για τις καταστροφές, οι επιζώντες ατυχημάτων, βιασμού, σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης,ή/ και από άλλα εγκλήματα. Επίσης μετανάστες που προσπάθησαν να ξεφύγουν βίαια από τη χώρα τους, οι επιζώντες από σεισμούς, πλημμύρες, τυφώνες κ.λ.π., καθώς επίσης και εκείνοι που γίνονται μάρτυρες τραυματικών γεγονότων που συμβαίνουν ή συνέβησαν σε άλλους. Ακόμη τα μέλη της οικογένειας των θυμάτων μπορούν να αναπτύξουν την διαταραχή.
Η διαταραχή επηρεάζει περίπου 7,7 εκατομμύρια Αμερικανούς ενήλικες, αλλά μπορεί να συμβεί και σε οποιαδήποτε ηλικία, συμπεριλαμβανομένης και της παιδικής. Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν την διαταραχή από ότι οι άνδρες, και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι μπορεί να είναι κληρονομική ασθένεια.Πολύ συχνά συνοδεύεται από κατάθλιψη, κατάχρηση ουσιών, ή άλλες αγχώδεις διαταραχές. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, αυξάνει την πιθανότητα μιας επιτυχούς έκβασης της θεραπείας.
Μπορεί να γίνει διάγνωση όταν τα συμπτώματα του στρες διαρκούν μετά από την έκθεση για ένα τουλάχιστον μήνα. Αν η εμφάνιση των συμπτωμάτων γίνεται αμέσως μετά την έκθεση, η περίπτωση αυτή μπορεί να ονομασθεί οξεία διαταραχή άγχους.
Το μετατραυματικό στρες , γνωστό και ως διαταραχή της ακραίας πίεσης, συναντάται επίσης και μεταξύ ατόμων που έχουν εκτεθεί σε παρατεταμένες τραυματικές συνθήκες, ειδικά κατά την παιδική ηλικία, όπως η παιδική σεξουαλική κακοποίηση. Η έρευνα δείχνει ότι πολλές ορμονικές αλλαγές μπορεί να προκύψουν στον εγκέφαλο ως αποτέλεσμα της έκθεσης σε τραυματικές συνθήκες, και παρατεταμένο τραύμα, και αυτό συμβάλει σε προβλήματα στην εκμάθηση, τη μνήμη και τη ρύθμιση των συναισθημάτων. Σε συνδυασμό με μια αναστάτωση, ένα προσβλητικό περιβάλλον στο σπίτι, αυτές οι ορμονικές αλλαγές του εγκεφάλου μπορούν να συμβάλουν σε σοβαρές δυσκολίες της συμπεριφοράς, όπως διατροφικές διαταραχές, παρορμητικότητα, επιθετικότητα, ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά, κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών, και άλλες αυτοκαταστροφικές ενέργειες, καθώς και η συναισθηματική απορύθμιση (όπως έντονη οργή, κατάθλιψη, ή πανικός) και ψυχικές δυσκολίες (όπως διασκορπισμός σκέψεων, διάστασης, και αμνησίας).Ως ενήλικες, τα άτομα αυτά συχνά έχουν διαγνωστεί με καταθλιπτικές διαταραχές, διαταραχές προσωπικότητας, ή διασπαστικές διαταραχές. Η θεραπεία μπορεί να προχωρήσει με πολύ βραδύτερο ρυθμό, και απαιτεί ένα ευαίσθητο και δομημένο πρόγραμμα για να επιτευχθεί μια εις βάθος θεραπεία. Είναι πλέον γνωστό στις επιστημονικές κοινότητες, ότι η κλινική υπνοθεραπεία είναι μια από τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους αντιμετώπισης αυτής της διαταραχής. Αλλά επίσης σημαντική είναι και η προσφορά της γνωσιακής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας.